- γαζώνω
- γαζώνω, γάζωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γαζώνω — [γαζί] 1. κάνω το γαζί, κεντώ 2. σκοτώνω κάποιον με ριπή σφαιρών … Dictionary of Greek
γαζώνω — γάζωσα, γαζώθηκα, γαζωμένος 1. ράβω στη ραπτομηχανή: Γάζωσα πολλά ρούχα από το πρωί. 2. μτφ., χτυπώ με πολυβόλο: Οι κακοποιοί γάζωσαν το φύλακα του εργοστασίου. 3. μτφ., πειράζω, κοροϊδεύω κάποιον χωρίς να το αντιλαμβάνεται: Οι συμμαθητές του τον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγάζωτος — η, ο [γαζώνω] ο μη γαζωμένος … Dictionary of Greek
γάζωμα — το [γαζώνω] 1. το γαζί 2. η πράξη του γαζώματος, το να γαζώνει κανείς … Dictionary of Greek
γαζωτός — ή, ό [γαζώνω] 1. ραμμένος με γαζί, γαζωμένος 2. κεντητός … Dictionary of Greek
κορδελιάζω — [κορδέλα] 1. ράβω στην άκρη υφάσματος ή δέρματος κορδέλα, ρελιάζω 2. γαζώνω υποδήματα, ράβω υποδήματα με τη μηχανή … Dictionary of Greek
κορδελιάζω — κορδέλιασα, κορδελιάστηκα, κορδελιασμένος 1. στο άκρο υφάσματος ή δέρματος ράβω κορδέλα, ρελιάζω. 2. γαζώνω υποδήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)